παρακινούμενοι

παρακινούμενοι
παρακινέω
move aside
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
παρακῑνούμενοι , παρακινέω
move aside
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βλαχάβας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Θανάσης (Βλαχάβα Καλαμπάκας 1700; – 1780). Γενάρχης των Βλαχαβαίων. Ήταν καπετάνιος των αρματολών στα Χασιά σχεδόν επί 50 χρόνια. Σε ηλικία 76 ετών πήγε στα Ιεροσόλυμα πεζός μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του.… …   Dictionary of Greek

  • Καλυψώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης, γνωστή ιδιαίτερα από το επεισόδιο που αναφέρεται στον Όμηρο (Οδύσσεια), κατά το οποίο η Κ. υποδέχτηκε ναυαγό τον Οδυσσέα και τον κράτησε κοντά της στο μακρινό νησί της Ωγυγίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”